- υπερατλαντικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον Ατλαντικό, στην άλλη ακτή τού Ατλαντικού («οι υπερατλαντικοί μας εταίροι»)2. ο σχετικός με τον διάπλου τού Ατλαντικού ωκεανού («υπερατλαντικά δρομολόγια»)3. φρ. «υπερατλαντικό καλώδιο»τηλεπ. υποβρύχιο τηλεπικοινωνιακό καλώδιο που συνδέει την Ευρώπη με την Αμερική.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ατλαντικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.